- ὑπεραβέλτερος
- ὑπερᾰβέλτερος, ον, also α, ον Lib.Decl.26.32:—A excessively simple or silly,
προφάσεις D.48.42
;γυνή Lib.
l. c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προφάσεις D.48.42
;γυνή Lib.
l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεραβέλτερος — έρα, ον, θηλ. και ος, Α περισσότερο και από ἀβέλτερος*, τελείως ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀβέλτερος «μωρός, ανόητος»] … Dictionary of Greek
ὑπεραβέλτεροι — ὑπεραβέλτερος excessively simple masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)